«Υπάρχει κάποια φλόγα στην Κρήτη, ας την πούμε ψυχή, κάτι πιο δυνατό από τη ζωή και το θάνατο. Υπάρχει η περηφάνεια, το πείσμα, η παλικαριά και μαζί τους κάτι άλλο, ανείπωτο και αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι και συνάμα να τρομάζεις που είσαι άνθρωπος.», έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης για την Κρήτη. Και ακόμα και έτσι, είναι δύσκολο να περιγράψει κάποιος τον πλούτο των εικόνων, των τοπίων και των συναισθήματων που θα βιώσετε σε ένα ταξίδι στην Κρήτη. Από τις πολυτελείς βόρειες ακτές και τις έρημες νότιες εξωτικές παραλίες, μέχρι τα άγρια ορεινά χωριά και τις ατμοσφαιρικές παλιές πόλεις, το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας προσφέρει μια τεράστια γκάμα εμπεριών, τις οποίες αξίζει να εξερευνήσετε.
Λασίθι
Οι παραλίες με τη λευκή άμμο από την Αφρική, τα άγονα τοπία με τις ατέλειωτες σειρές από ελιές, τα χαμηλοτάβανα σπίτια χτισμένα με πέτρα, χώμα και άχυρο, ο δυνατός αέρας που φυσάει τα βράδια: ο ανατολικότερος νομός της Κρήτης κρύβει μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, εντελώς διαφορετική από το υπόλοιπο νησί.
Ισορροπώντας ανάμεσα στην Ιεράπετρα και τη Σητεία, όλη η νοτιοανατολική περιοχή του νησιού, από το Βάι μέχρι τη Ζάκρο και το Μακρύ Γιαλό, είναι σχετικά άγνωστοι τόποι. Το “Η Κρήτη είναι μέχρι τον Άγιο Νικόλαο”, που πολύ τσαντίζει τους ντόπιους, λέγεται γιατί εδώ δεν υπάρχουν ούτε η τυπική εικόνα του Κρητικού με το μαύρο πουκάμισο και το παχύ μουστάκι, ούτε βεντέτες, ούτε πολύ τουρισμός και οι άνθρωποι είναι πιο χαμηλών τόνων. Οι ίδιοι οι ντόπιοι όμως είναι περήφανοι για τη διαφορετικότητά τους από τους υπόλοιπους Κρητικούς και για το γεγονός ότι έρευνες αποδεικνύουν ότι προς τα εδώ πρέπει να βρίσκονται οι πραγματικοί απόγονοι των Μινωιτών, ενώ στην υπόλοιπη Κρήτη οι άνθρωποι έλκουν περισσότερο την καταγωγή τους από τους Δωριείς. Οι υπόλοιποι τρεις νομοί λοιπόν συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη τουριστική κίνηση, ενώ το Λασίθι στηρίζεται ακόμα και στην καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία.
Ηράκλειο
Χρόνια τώρα έχει τη φήμη της άσχημης, μεγάλης πόλης, από την οποία μόνο περνάς για να κατευθυνθείς σε άλλα μέρη. Ακροβατώντας μεταξύ τουριστικού θέρετρου και μεγαλούπολης, μεταξύ επαρχιακής νοοτροπίας και μοντέρνας αισθητικής, το Ηράκλειο είναι το melting pot της Κρήτης. Σε αυτό συναντιούνται κάθε είδους άνθρωποι, κάθε είδους κουλτούρες και συμπεριφορές.
Δεκάδες καφενεδάκια και ρακάδικα κυκλώνουν τα ιστορικά κτίρια του κέντρου, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα της πόλης, που απεμπολώντας χαρακτηρισμούς και ελαττώματα, ανακαλύπτει την καινούρια της ταυτότητα. Είναι η 5η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας με 200.000 περίπου ανθρώπους (μαζί με τους πολλούς φοιτητές) να μένουν εδώ. Όλες οι διοικητικές και κρατικές υπηρεσίες είναι μαζεμένες εδώ, πράγμα που σημαίνει ότι πολλοί κάτοικοι από τα χωριά, κατεβαίνουν σε συχνή βάση στην πόλη. Κατεβαίνουν επίσης για ψώνια, καθώς το Ηράκλειο έχει τεράστια αγορά, με πολλά μεγάλα και μικρά καταστήματα, επώνυμα και μη.
Όσο για το αν η πόλη έχει γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα, γίνεται προσπάθεια τα τελευταία χρόνια να αλλάξει αυτό και να κοιτάξει η πόλη προς το Βορρά και προς το ενετικό φρούριό της στο λιμάνι.
Είναι όμως και μια πόλη σε μεταίχμιο. Από σταθμός των τουριστών για νότια και βορειοανατολική Κρήτη μετατρέπεται σε κέντρο τουρισμού και διασκέδασης. Από στάση για τη Κνωσό και τη Φαιστό μετατρέπεται σε κέντρο πολιτισμού και παράδοσης η ίδια. Από σημείο αποβίβασης από το αεροπλάνο στο δρόμο για το Ρέθυμνο και τα Χανιά, μετατρέπεται το ίδιο το Ηράκλειο σε προορισμό διαρκείας.
Ο πεζόδρομος της 25ης Αυγούστου είναι ο ζωντανός ιστός της πόλης, αποτελούσε άλλωστε και τη Ρούγα Μαΐστρα των Ενετών. Ξεκινά από τη θάλασσα, απέναντι από το φρούριο και φτάνει μέχρι και την Αγορά. Ξεκινώντας από τη θάλασσα, βλέπεις παντού δεξιά και αριστερά παλιά ανακαινισμένα αρχοντικά, με μετώπες και σκαλισμένες ζωγραφιές. Τα περισσότερα έχουν μετατραπεί δυστυχώς σε τράπεζες αλλά και πάλι μπορείς να διακρίνεις την τέχνη στην αρχιτεκτονική και την κατασκευή τους. Όλος ο δρόμος είναι «ενετικός», με τα μνημεία και τα ιστορικά κτίρια να διαδέχονται το ένα το άλλο. Το μπεζ της άμμου κυριαρχεί στα κτίρια και το βράδυ τα κίτρινα φώτα σε κάνουν να πιστεύεις ότι η ιστορία ζωντανεύει μέσα από τα φωτισμένα, σαν σε σέπια φωτογραφία, κτίρια.
Η πλατεία του Αγίου Τίτου με τον ομώνυμο ναό (εγκαινιάστηκε το 1446) είναι η πρώτη στάση. Τα πολύχρωμα βιτρώ στην πρόσοψη λάμπουν στον ήλιο, ενώ στο παρκάκι δίπλα, ηλικιωμένοι ξεκουράζονται και συζητάνε. Δίπλα βρίσκεται η ενετική Λότζια, και όπως τη χρησιμοποιούσαν παλιά, για συζήτηση και ξόδεμα του ελεύθερου χρόνου, έτσι ακριβώς χρησιμοποιείται και σήμερα ο χώρος μπροστά της. Εδώ συναντιούνται το πρωί οι μαμάδες για καφέ, εδώ οι επιχειρηματίες το μεσημέρι για business lunch, εδώ το απόγευμα οι νεαροί για skate και το βράδυ τα ζευγαράκια και οι παρέες για βόλτες. Το κτίριο στεγάζει το δημαρχείο της πόλης, ενώ ως ένα από τα ωραιότερα βενετσιάνικα μνημεία, έχει κερδίσει και βραβείο που το αναγνώριζε ως το πιο καλά αναπαλαιωμένο και συντηρημένο Ευρωπαϊκό μνημείο της χρονιάς (1987).
Ακολουθεί η εκκλησία του Αγίου Μάρκου (το 1239 άρχισε η οικοδόμηση της εκκλησίας), η οποία σήμερα λειτουργεί ως Δημοτική Πινακοθήκη και χώρος εκδηλώσεων. Η πλατεία των Λιονταριών είναι μετά και εδώ είναι το κέντρο της πόλης. Το Ηράκλειο από το λιμάνι σε ξεγελάει. Φαίνεται μια μεγάλη πόλη χωρίς χαρακτήρα. Αν ανοίξεις το κουκούλι όμως, διαπεράσεις τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τις εμπορικές αντιπροσωπείες, τους πηγμένους δρόμους και μπεις στο εσωτερικό του, διαπιστώνεις την κρυμμένη γοητεία του. Τα λεωφορεία για τις παραλίες, για Χερσόνησο και Μάλια φεύγουνε φορτωμένα έλληνες και ξένους, αλλά η ζωή της πόλης λίγο ταράσσεται. Καθώς πέφτει το βράδυ, τα βενετσιάνικα κτίρια φωτίζονται, τα τραπεζάκια έξω ανοίγουν και οι ρακές παγώνουν στην κατάψυξη.
Ρέθυμνο
Κάτω από βενετσιάνικες καμάρες και πάντα στον ίσκιο του κάστρου της Φορτέτσας, η Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου αποδεικνύεται ένα μαγικό και παραμυθένιο μέρος. Το βράδυ, τα στενά σοκάκια της γεμίζουν από παρέες που προλαβαίνουν τα τραπεζάκια έξω στα ρακάδικα, ενώ ο δρόμος δίπλα στη θάλασσα πλημμυρίζει από κόσμο που κάνει τη βόλτα του χαζεύοντας τα κύματα. Μικρότερο από το Ηράκλειο και τα Χανιά, το Ρέθυμνο είναι η πόλη όπου όλα κυλάνε πιο αργά. Στα ορεινά χωριά του Ρεθύμνου, η εικόνα αλλάζει εντελώς για να συμπεριλάβει απότομες πλαγιές, χωριά όπου οι πόρτες των σπιτιών μένουν ανοιχτές όλη τη μέρα και μικρά καφενεδάκια που γεμίζουν από ντόπιους νωρίς το απόγευμα, ακριβώς μετά τη μεσημεριανή σιέστα.
Χανιά
Τούρκοι, Εβραίοι, Βενετοί, Άγγλοι και Αιγύπτιοι πέρασαν από τα Χανιά αφήνοντας τα σημάδια τους. Για αυτό και η γοητευτική παλιά πόλη είναι ανεξάντλητη. Αλλάζεις καταστάσεις και ατμόσφαιρες, καθώς περνάς από τη μια γειτονιά στην άλλη. Πάντα όμως, σε συντροφεύει η ιστορία και η μυρωδιά από τους βασιλικούς στις αυλές. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, που όλα τα δεινά της ξενοκρατίας, οι μάχες, οι σφαγές, η υποτέλεια, έχουν ξεφτίσει σε παλιές και μακρινές διηγήσεις, η πολυπολιτισμικότητα των Χανίων μοιάζει με ένα παιχνίδι. Λες και έλαβε χώρα εδώ ένα φεστιβάλ αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής δεξιότητας: οι Άραβες ήρθαν και πρόσφεραν το όνομα της πόλης (το πιο πιθανό σενάριο), αραβικές επιγραφές, οι Ενετοί το λιμάνι και τα βενετσιάνικα παλάτια, οι Τούρκοι τα τζαμιά, τις γεύσεις και τα σπίτια με σκεπαστούς εξώστες στη συνοικία Σπλάντζια. Και όλοι μαζί οι περαστικοί από την πόλη, πολλά ακόμα στοιχεία που αναπνέουν σε κάθε γωνία της. Εδώ και πολλές δεκαετίες τα Χανιά είναι πολυεθνικά. Ιρλανδοί μουσικοί, Ιταλοί μάγειρες και Γάλλοι καλλιτέχνες επιλέγουν να μείνουν εδώ μόνιμα και να εκπαιδεύονται σιγά σιγά στη ρακή αλλά και στη λύρα. Οι ντόπιοι πάντα άνοιγαν τα σπίτια τους και τα ρακοκάζανά τους για να τους ευχαριστήσουν όλους, Έλληνες και ξένους. Οι παρέες όλο και μεγάλωναν όσο περνούσε η νύχτα και όλοι μαζί τραγουδούσαν πότε κρητικά, πότε Νέο Κύμα και πότε Beatles. Τα σπίτια ήταν πάντα ανοιχτά και οι αυλές τους μεταμορφώνονταν σε σκηνικά ρακοποσίας και σύσφιξης σχέσεων. Τέτοια μυθικά σκηνικά θα αντικρύσετε αν κάνετε βόλτα στην Παλιά Πόλη, ενώ στον υπόλοιπο νομό αξίζει να επισκεφθείτε το οροπέδιο Ασκύφου, τα νότια Σφακιά και τις παραλίες στο βορειοδυτικό άκρο: Μπάλος, Φαλάσαρνα και πολλές ακόμα βραβευμένες ακτές.